φαυλοκόλαξ

φαυλοκόλαξ
-ακος, ὁ, Μ
βλ. φαυλοκόλακας.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • κόλακας — ο (AM κόλαξ Α θηλ. κολακίς ίδος) αυτός που επαινεί ή περιποιείται με υπερβολική φιλοφροσύνη κάποιον, συνήθως ανώτερό του, για να κερδίσει τη συμπάθεια και την εύνοιά του για προσωπικό όφελος, γαλίφης, γλείφτης (α. «κρεῖττον εἰς χεῖρας κοράκων… …   Dictionary of Greek

  • φαυλοκόλακας — ο / φαυλοκόλαξ, ακος, ΝΜ 1. αυτός που κολακεύει φαύλους ανθρώπους 2. φαύλος κόλακας. [ΕΤΥΜΟΛ. < φαῦλος + κόλαξ, ακος] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”